- θηρευτικος
- θηρευτικός31) охотничий
(κύνες Arph., Xen., Plut.; βίος Arst.)
2) охотящийся, занимающийся охотой(ζῷον Arst.)
3) пригодный для исследования(τινος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κύνες Arph., Xen., Plut.; βίος Arst.)
(ζῷον Arst.)
(τινος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θηρευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτικός — ή, ό (Α θηρευτικός, ή, όν) [θηρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, που είναι ειδικός στο να κυνηγά, κυνηγετικός αρχ. 1. αυτός που κυνηγά, που επιδιώκει κάτι 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ θηρευτική (ενν. τέχνη) η θήρα, το κυνήγι 3. φρ.… … Dictionary of Greek
θηρευτικός — ή, ό κυνηγετικός: Θηρευτική ικανότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θηρευτικά — θηρευτικός of neut nom/voc/acc pl θηρευτικά̱ , θηρευτικός of fem nom/voc/acc dual θηρευτικά̱ , θηρευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτικῶν — θηρευτικός of fem gen pl θηρευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτικόν — θηρευτικός of masc acc sg θηρευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτικαί — θηρευτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτικοῖς — θηρευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτικοί — θηρευτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτικοῦ — θηρευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευτικούς — θηρευτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)